- μαγειρικόν
- μαγειρικόςfit for a cookmasc acc sgμαγειρικόςfit for a cookneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
варениѥ — ВАРЕНИ|Ѥ (10*), ˫А с. 1.Действие по гл. варити1: и се же пакы дръвомъ нѣкѡли приготованомъ не соущемъ. на потребоу варени˫а ЖФП XII, 42в; ˫ако же въ ѡдежи имѣти подобаѥть потребноѥ. тако и въ пищи. хлѣбъ исплънити потребоу. и вода оуврачю(е)ть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μαγειρικός — ή, ό (AM μαγειρικός, ή, όν) [μάγειρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάγειρο, στο μαγείρεμα ή στο μαγειρείο (α. «μαγειρικά σκεύη» β. «μαγειρικό άλας» το αλάτι που χρησιμοποιείται για το άρτυμα τών φαγητών) 2. το θηλ. ως ουσ. η μαγειρική η … Dictionary of Greek